πατρινός

πατρινός
-ή, -ό [Πάτρα]
1. αυτός που αναφέρεται στην Πάτρα ή προέρχεται από αυτήν
2. (ως ουσ. εθνικό) Πατρινός, θηλ. Πατρινή και Πατρινιά
ο καταγόμενος από την Πάτρα ἡ ο γεννημένος εκεί, ο κάτοικος τής Πάτρας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πατρινός, -ή — και ιά, ό αυτός που προέρχεται, κατάγεται από την Πάτρα: Μαύρο σταφύλι, ροζακί και πατρινό κεράσι (δημ. στίχος). Το αρσ. και θηλ. και ως ουσιαστικά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Dimitrios Patrinos — Δημήτριος Πατρινός 14th Mayor of Patras 1883 1887 Born Unknown Patras, Greece Died 1903 Greece …   Wikipedia

  • Christos Laskaris — For other uses, see Laskaris. Christos Laskaris (Greek: Χρίστος Λάσκαρης, 1931 – December 11, 2008) was a Greek poet. Laskaris was born in the village of Chavari in Ilia, but moved to Patras as a child. He studied at the Pedagogical Academy of… …   Wikipedia

  • βυζαντινός — ή, ό 1. ο κάτοικος του Βυζαντίου 2. αυτός που προέρχεται ή κατάγεται από το Βυζάντιο 3. όποιος ανήκει ή αναφέρεται στο Βυζάντιο («βυζαντινή τέχνη, ιστορία, μουσική κ.λπ.») 4. το ουδ. ως ουσ. το βυζαντινό α) χρυσό ή ασημένιο νόμισμα του Βυζαντίου… …   Dictionary of Greek

  • Δαμουλιάνος — Επώνυμο αγωνιστών του 1821, από τη Ζάκυνθο. 1. Δημήτριος (1792 – 1858). Ήταν γνωστός και ως Πατρινός. Μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία και εργάστηκε για τη διάδοση των αρχών της. Πολέμησε στην πρώτη πολιορκία του Μεσολογγίου και αργότερα, ως ναυτικός …   Dictionary of Greek

  • καθαυτό — και καθεαυτό και καθεαυτού επίρρ. τροπ., γνήσια, κυριολεκτικά, αναμφισβήτητα: Αυτός είναι καθεαυτού Πατρινός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”